ανάκαμψη — η 1. η στροφή, το γύρισμα (συνήθως προς το καλύτερο): Τη χρονιά αυτή παρατηρήθηκε ανάκαμψη στην οικονομία της χώρας. 2. γυμναστική άσκηση κατά την οποία τοποθετούνται και τα δυο χέρια, με πλεγμένα τα δάχτυλα, στο σβέρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακάμψῃ — ἀνακάμψηι , ἀνάκαμψις a bending back fem dat sg (epic) ἀνακάμπτω bend convexly aor subj mid 2nd sg ἀνακάμπτω bend convexly aor subj act 3rd sg ἀνακάμπτω bend convexly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
ἀνακάμψηι — ἀνάκαμψις a bending back fem dat sg (epic) ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly aor subj mid 2nd sg ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly aor subj act 3rd sg ἀνακάμψῃ , ἀνακάμπτω bend convexly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάκαμψις — ἀνάκαμψις ( εως), η (Α) βλ. ανάκαμψη … Dictionary of Greek
ανάκλαση — (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο… … Dictionary of Greek
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek
εκμηδενίζω — 1. καθιστώ κάτι ίσο με το μηδέν, εξαφανίζω («εκμηδενίζω τις πιθανότητες για οικονομική ανάκαμψη») 2. αχρηστεύω τελείως («εκμηδένισε τους αντιπάλους του») … Dictionary of Greek